Ελεύθερα μαθήματα Θανάση Μουσόπουλου (15-10-24)

ΑΙΣΘΗΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ

    Στο «Λεξικό Φιλοσοφικών όρων» του Αγησίλαου Σπ. Ντόκα, στο λήμμα για την Αισθητική διαβάζουμε:  «Αντικείμενο της αισθητικής αποτελεί η υπόδειξη και ο καθορισμός των γενικών κανόνων της καλλιτεχνικής δημιουργίας, η ερμηνεία της ποιότητας και της αλήθειας ενός έργου σε συνάρτηση με τις κάθε φορά υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις, η αισθητική αποτίμησή τους και η αμοιβαία σχέση περιεχομένου και μορφής».

Μιλώντας ο Βάρναλης για το αισθητικό φαινόμενο γενι­κά ή μέσα από τις συγκεκριμένες δημιουργίες (αρχαίες και νέες),  κάνοντας αναγωγές σε γενικές διαπιστώσεις και αι­σθητικούς κανόνες, αποδείχτηκε και στο χώρο της αισθητι­κής και της κριτικής ένας καινοτόμος και πρωτοπόρος.

  Ο Βάρναλης θεωρεί ότι η τέχνη είναι μια αυτόνομη κοινωνική λειτουργία, παράλληλη και όχι επάλληλη με τις άλλες (ηθι­κή, πολιτική, θρησκεία κλπ.) για να τις υπηρετεί. «Έχει δικές της επιδιώξεις, που ο βαθμός της πραγμάτωσής τους αποτε­λεί και κριτήριο για την αξιολόγηση των έργων της». Η παι­δαγωγική αξία της τέχνης είναι τυχαία, κάτι που δεν το επι­διώκει ο καλλιτέχνης.

   Να σημειώσουμε ότι μετά τις σπουδές του στη Φιλολογία του Πανεπιστήμιου της Αθήνας στις αρχές του εικοστού αιώνα,  στη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα, εκτός από τη λογοτεχνική του παρουσία, έχουμε και δραστηριότητα σε θέματα Αισθητικής. Έτσι, το 1919 επιλέγεται από το Υπουργείο Παιδείας – ύστερα από διαγωνισμό – ως κρατικός υπότροφος και πηγαίνει στο Παρίσι για μετεκπαίδευση στη νεοελληνική λογοτεχνία. Το καλοκαίρι του 1924 προσκαλεσμένος του Δημ Γληνού έρχεται στην Αθήνα και διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία.

  Διαβάζουμε στο έργο «Συμβολή στην Εργογραφία του Κώστα Βάρναλη – Αισθητικά – Κριτικά 1911 – 1944» (Κέδρος, 1984) της Λούτσια Μαρκεζέλι  Λουκά: «Στο Παρίσι, […] επηρεάστηκε βαθιά από τα διδάγματα του Charles Lalo, του αρχηγού της “αντικειμενικής κριτικής”, καθηγητή της ιστορίας της τέχνης στη Σορβόνη».

  Να δούμε στη συνέχεια πώς διαμόρφωσε τις αισθητικές του αντιλήψεις ο Βάρναλης.

  Με βάση το βιβλίο του Λαλό «Στοιχεία Αισθητικής»,  θα αναφερθούμε στις «Οι πέντε κύριες σχέσεις του έργου με τη ζωή του δημιουργού ή του φιλότεχνου» που συμπυκνώνουν τις απόψεις του Λαλό.  

  Η τέχνη μάς κάνει να ξεχνούμε τη ζωή, με το παιχνίδι. Η θέαση του κόσμου είναι αντιπερισπασμός, ή φυγή, πλεόνασμα ή πολυτέλεια.

  Το έργο εκφράζει περισσότερο εκείνο που λείπει στην πραγματική ζωή παρά εκείνο που είναι.

  Κατά την αριστοτελική κάθαρση, το έργο παίζει ρόλο απελευθέρωσης, ηθικής λύτρωσης, όπως κάνει στο σώμα ένα απόστημα ή μια ελαφρά ένεση ορού.

  Ο καλλιτέχνης ασκεί την τέχνη του, ο μουσικός τη μουσική, ο ζωγράφος τη ζωγραφική, ο ποιητής την ποίηση. Η τέχνη έχει σχετική αυτονομία σε σχέση με τις άλλες δραστηριότητες της ζωής.

  Η τέχνη εξιδανικεύει την πραγματικότητα.

  Αποστολή του έργου τέχνης είναι να ενισχύσει την πραγματική ζωή, όπως είναι.

  Όλα τα παραπάνω ισχύουν άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο. Πάντως, το ίδιο έργο τέχνης μπορεί να εκπληρώσει άλλο σκοπό στο δημιουργό του κι άλλο στο κοινό του.

*

  Αν θα ήθελα να διατυπώσω συνοπτικά την αισθητική άποψη του Βάρναλη, τρεις, νομίζω, είναι οι άξονες της αισθητικής άποψής του:

«Η τέχνη είναι αυτόνομη, μορφή και περιεχόμενο είναι αδιαίρετο σύνολο, για την τέχνη απαιτείται και έμπνευση και λογική ενέργεια».

    Απαντά ο Κώστας Βάρναλης, στις 27 Σεπτεμβρίου 1940 στην εφημερίδα Πρωία δημοσιεύει το χρονογράφημα «Ποίος ευθύνεται περισσότερο»

«Η κοινωνία μορφώνει την τέχνη της. Αυτό είναι το αξίωμα. Όμως και η Τέχνη με τη σειρά της μορφώνει την κοινωνία».

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ 

ΛΕΞ  15 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2024

 

Το Δράμα ως λογοτεχνικό κείμενο και ως παράσταση του Θανάση Μουσόπουλου

 

Ένα πολύ χρήσιμο βοήθημα για κάποιον που μελετά τη λογοτεχνία και τη θεωρία της είναι το βιβλίο του Γιώργου Βελουδή «Γραμματολογία», που κυκλοφόρησε το 2004 σε τρίτη βελτιωμένη έκδοση από τις εκδόσεις Πατάκη.

  Πολλά ενδιαφέροντα και χρήσιμα συναντούμε στο πολυσέλιδο αλλά καθόλου κουραστικό αυτό εγχειρίδιο. Μαθαίνουμε ότι οι αρχαίοι λέγοντας ‘ποίηση’ εννοούσαν γενικά τη λογοτεχνία, ενώ ο Goethe (1819) λέγει ότι το Δράμα είναι η τρίτη από τις φυσικές μορφές της ποίησης μετά τις μεγάλες αδελφές της, την επική και τη λυρική ποίηση.

  Αντίθετα, τουλάχιστον στην πρώτη ευρωπαϊκή ποιητική θεωρία, την «Ποιητική» του Αριστοτέλη, το δράμα, και ειδικότερα η τραγωδία, κατέχει όχι απλά μιαν, αλλά τη μοναδική ανάμεσα στις άλλες μορφές της ποίησης θέση.

  Σημειώνει ο Γ. Βελουδής ( σελ. 151 κε ) : « Η εξαιρετική ιδιοτυπία του δράματος σ’ αντιπαράθεση με τ’ άλλα δύο παραδεδομένα λογοτεχνικά γένη έγκειται, κατά γενική ομοφωνία, στο γεγονός ότι το δράμα ως λογοτεχνικό κείμενο προορίζεται, κατά κανόνα, για την παράστασή του ( performance ) από τη θεατρική σκηνή ». Ο συγγραφέας στη συνέχεια εξετάζει τη σημασία αυτής της διπλής υπόστασης του δράματος, σημειώνοντας ότι και η γραμματολογία και η θεατρολογία διεκδικούν ως αντικείμενο μελέτης τους το δράμα.

Θα μπορούσαμε να τονίσουμε ότι ευρύτερη από το θέατρο έννοια είναι το θέαμα, που περικλείει πολλές μορφές έκφρασης. Επίσης το θέατρο ως παράσταση είναι μια συλλογική πράξη που σχετίζεται με παρακολούθηση από κάποιο κοινό με έναν ορισμένο ρυθμό παράστασης , ενώ το θέατρο ως κείμενο είναι ατομική που συνδέεται με το χρόνο ανάγνωσης του συγκεκριμένου αναγνώστη. Βέβαια, υπάρχει σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ θεατρικού κειμένου και παράστασης. Τέλος, καλό είναι να θυμόμαστε αυτό που λέγει ο Hegel : Η δραματική ποίηση ενώνει την αντικειμενικότητα του έπους και την υποκειμενικότητα της λυρικής ποίησης. Να υποσημειώσουμε, βέβαια, ότι κύριο χαρακτηριστικό του δράματος, που αποτελεί ταυτόχρονα την ειδοποιό διαφορά του από τα άλλα λογοτεχνικά γένη, είναι η αποκλειστική και ολοκληρωτική χρήση του λόγου στη μορφή του διαλόγου των προσώπων.

Ιδιαίτερα για τα είδη του δράματος ο Γ. Βελουδής  αφιερώνει ικανό αριθμό σελίδων ( σελ. 151 – 182 ). Λίγα στοιχεία επιλέγουμε, που αναφέρονται στην αφετηρία και διαδρομή της τραγωδίας, κωμωδίας και σατυρικού δράματος.

  Στη λατρεία και τα λαϊκά δρώμενα έχουν τις ρίζες τους και τα τρία πρώτα, από τη στροφή του 6ου προς τον 5ο π.Χ. αιώνα ιστορικά μαρτυρημένα είδη του δραματικού γένους, η τραγωδία, η κωμωδία και το σατυρικό δράμα.

  Ενώ όμως το τρίτο από τα αρχαία παραδεδομένα είδη, το σατυρικό δράμα, δεν επρόκειτο να επιζήσει πέρα από την πρόσκαιρη ρωμαϊκή του επιβίωση, η αναβίωση των δύο πρώτων από την Αναγέννηση και ύστερα επρόκειτο να καθορίσει την εξέλιξη ολόκληρου του ευρωπαϊκού δράματος και τη γέννηση των νέων ειδών ως τις μέρες μας. Εντούτοις, τα νέα είδη δράματος παρουσιάζουν μια τέτοια ποικιλία, ώστε είναι πολύ περίπλοκη υπόθεση η κατάταξή τους. Επιπλέον, στα νεότερα χρόνια από το Shakespeare ως το Lorca και τον O’Neil γράφονται ‘καθαρές’ τραγωδίες σημαντικές.

  Τα ίδια ισχύουν και για την κωμωδία, που από την Αναγέννηση και μετά αναπτύσσει αρκετές νεότερες ποικιλίες, όπως φάρσα, φαρσοκωμωδία και μερικές παραλλαγές τους.

  Κλείνοντας να αναφέρομε ότι οι όποιες διαφοροποιήσεις στα είδη της τραγωδίας και της κωμωδίας γίνονται πλέον στη βάση του περιεχομένου και όχι της μορφής. Κυριαρχούν οι αντιπαραθέσεις ‘τραγικό / σοβαρό / υψηλό’ vs ‘κωμικό / αστείο / ταπεινό’, ενώ ήδη από τον Ευριπίδη έχουμε το μικτό είδος της κωμικοτραγωδίας ή ιλαροτραγωδίας.

  Αναμφίβολα, θα ήταν πολύ τυχερή η ανθρωπότητα,  αν από την ‘Ποιητική’ του Αριστοτέλη σώζονταν τα κεφάλαια που αναφέρονται στην κωμωδία και στο σατυρικό δράμα. Τότε δε θα είχε ‘δουλειά’ ο Ουμπέρτο Έκο…

[Μάθημα ΛΕΞ, ΠΕΡΙ ΘΕΑΤΡΟΥ ΛΟΓΟΣ]

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΞΑΝΘΗ, 15 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2024