Συγκλονιστική μαρτυρία υπεραιωνόβιου Πηλιορείτη πολεμιστή στο αλβανικό μέτωπο, του Δημήτρη Κάλμπαρη. «Στις 28 Οκτωβρίου άκουγα παράξενα πράγματα στον δρόμο και αναρωτιόμουν τι συνέβαινε. Φτάνω στο τσαγκάρικο, έρχεται κάποιος και μου λέει: «Τι κάνεις εδώ; Έχουμε πόλεμο»… Πήγα να πάρω ρούχα και να παρουσιαστώ. Μαζευτήκαμε όλοι οι κληρωτοί σε μία γέφυρα στον Ξηριά και μας έδωσαν ιματισμό, παπούτσια και μία κουραμάνα.
Την έβαλα στο σακίδιο, άλλο βάρος δεν είχα. Προτού ξεκινήσω, η μάνα μου, μου έραψε στη μάλλινη φανέλα, ένα φυλαχτό με ένα κομμάτι από Τίμιο Ξύλο. Αυτό με έσωσε. Έτρωγα σφαίρες πολλές. Υπέφερα πάρα πολύ. Δεν έπρεπε να ζω εγώ τώρα.
Μόλις νύχτωσε, μας πήγαν στον σιδηροδρομικό σταθμό. Μας έβαλαν σ’ ένα τρένο. Επιβιβαστήκαμε σε κλειστά βαγόνια…Προορισμός μας ήταν η Καλαμπάκα… Κατέβηκε ένας ταγματάρχης και μας είπε δύο λόγια: «Παιδιά, αυτή την ώρα, ο εχθρός μπήκε στην Ελλάδα και μας παίρνει τα εδάφη». Από την Καλαμπάκα, φτάσαμε στα σύνορα με τα πόδια.
Νύχτα μετακινούμασταν. «Πρέπει πάση θυσία να τους κρατήσουμε», ήταν η διαταγή. Βαδίζαμε τη νύχτα από τους δρόμους. Την ημέρα περνούσαμε μέσα από μονοπάτια και δάση, για κάλυψη. Οι αξιωματικοί είχαν βγάλει τα διακριτικά τους. Ήμασταν όλοι αδέρφια. Όλοι ίδιοι. Μας έλεγαν: «Ό,τι έχετε παραπανίσιο, πετάξτε το.
Κρατήστε μόνο το όπλο σας και πυρομαχικά». Μας είχαν οι μανάδες μας πράγματα. Άλλος κουβέρτα, άλλος μια αλλαξιά ρούχα. Νόμιζαν πού πηγαίναμε». Δεν φοβόμουν τον θάνατο. Πολεμούσες για την πατρίδα. Δεν είχες περιθώριο να σκεφτείς τίποτε άλλο. Δεν έδινες σημασία στον άνθρωπο, στον φίλο σου.
Τα βράδια ήμασταν παρέα. Δυο, τρεις, τέσσερις, πέντε. Σκοτώνονταν στη μάχη, μετά έρχονταν άλλοι. Παράξενο πράγμα ο πόλεμος. Φοβερός!.. Θυμάμαι έναν λοχαγό που έλεγε: «Παιδιά, θα νικήσουμε και θα γυρίσουμε πίσω με δάφνες.
Έχω τους Δώδεκα Αποστόλους στην τσάντα μου.
Μη φοβάστε τίποτα».